Ολόκληρη η διαδρομή του ανθρώπινου είδους πάνω στη γη είναι ένας διαρκής αγώνας για την προστασία από τις καταστροφικές συνέπειες των φυσικών «φαινομένων» ή φυσικών κινδύνων, όπως λέγεται. Αυτό ορίζεται πλέον ως νομοτέλεια. Κάποιοι από αυτούς τους κινδύνους είναι οι σεισμοί, οι ηφαιστειακές εκρήξεις, οι τυφώνες και οι τροπικοί κυκλώνες, τα τσουνάμι, οι πυρκαγιές, οι πλημμύρες, οι χιονοθύελλες, οι χαλαζοπτώσεις. Μερικές φορές νιώθω εξοικειωμένος με τα έντονα καιρικά και φυσικά φαινόμενα, με την εμπειρία της ζωής αφού έζησα σεισμούς, πλημμύρες, χιονοθύελλες, πυρκαγιές, χαλαζοπτώσεις. Αλλά… υπάρχει το αλλά. Όλα αυτά μέχρι το σημείο της ήπιας απειλής και του κινδύνου.
Η καταστροφική κακοκαιρία DANIEL, μ’ αυτές τις ποσότητες νερού που έπεσαν στη Θεσσαλία, δεν έχει καμιά σχέση και σύγκριση. Ό,τι και να λέμε τώρα… Το μόνο που μπορώ να υποστηρίξω είναι ότι σήμερα, με την εξέλιξη της επιστήμης, πολλά πράγματα μπορούν να προβλεφθούν και να αντιμετωπιστούν έγκαιρα, πέρα από την γενικότερη πρόληψη, που πρέπει να είναι «στο πίσω μέρος του μυαλού μας» κάθε στιγμή και σε κάθε μας ενέργεια. Στην έγκαιρη πρόβλεψη, για παράδειγμα, οι μετεωρολόγοι, με τους δορυφόρους που περιστρέφονται συνεχώς σε τροχιές γύρω από τον πλανήτη, μπορούν να κάνουν ακριβείς προβλέψεις για την ένταση του φαινομένου και την έντονη βροχόπτωση σε μια περιοχή. Στην γενικότερη πρόληψη, η δασολογική επιστήμη ξέρει την συμπεριφορά των χειμάρρων και του εδάφους στα βουνά και μπορεί να μελετήσει και να σχεδιάσει έργα ορεινής υδρονομίας∙ και οι μηχανικοί να κατασκευάσουν έργα αντιδιαβρωτικής και αντιπλημμυρικής προστασίας. Έτσι μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά ή να μετριαστούν οι συνέπειες ενός τέτοιου καιρικού φαινομένου. Εν κατακλείδι όμως, πολλά από αυτά είναι αποτέλεσμα της ανθρώπινης απληστίας και του κυνηγητού του κέρδους.
Επειδή μου αρέσει να αναφέρομαι στις εμπειρίες της ζωής στην ύπαιθρο, τότε που η Ελλάδα ανάσαινε κυρίως στην περιφέρεια, ορεινή και πεδινή, ειδικά στην μετεμφυλιακή περίοδο του ’50 – ’60, θα μου επιτρέψετε να μεταφέρω κάποιες προσωπικές εμπειρίες από το χωριό μου, με μπόλικες συναισθηματικές «εκτροπές».
Κατ’ αρχήν η αίσθηση που είχα τότε ήταν ότι τα ρέματα είναι ιερά. Είχαν την κοίτη τους και την παραρεμάτια όχθη με τα πρανή, που κανείς δεν περιόριζε. Αν κάποιος το παραβίαζε αυτό, και υπήρχε καταγγελία ή διαμαρτυρία, συνερχόταν η Επιτροπή των γερόντων και αποφάσιζε ή πρότεινε και συμβούλευε. Εκτός από τον καθαρό ρόλο του, το ρέμα ήταν κοινόχρηστη έκταση είτε για να περνάνε είτε και να βόσκουν τα ζώα. Από το τέλος του Φθινοπώρου και μετά, έως τις αρχές της Άνοιξης, όλα τα ρέματα βούιζαν. Ήταν κατεβασμένα, όπως λέγαμε. Ιδιαίτερα όταν έλιωνε το χιόνι με νοτιάδες και βροχές. Ο Λυσσάρης -ρέμα που κατέβαινε από το χωριό μαζεύοντας τα μικρότερα ρέματα και κατέληγε στον Αγιατριαδίτη- βούιζε λυσσαλέος. Γι’ αυτό και το όνομά του «Λυσσάρης». Το ξύλινο γεφύρι το Κουμπουγιαννέικο στο ποτάμι, φτιαγμένο με κορμούς δέντρων και συρματόσχοινα, το έπαιρνε κάθε χρόνο το νερό. Ο Μυλαύλακας στον Μύλο του Βασίλη κάθε χρόνο καταστρεφόταν. Όλα τα μονοπάτια καταστρέφονταν τον χειμώνα και ξαναφτιάχνονταν την Άνοιξη με προσωπική εργασία, που συμμετείχαν υποχρεωτικά όλοι οι άνδρες του χωριού. Κατολισθήσεις είχαμε πολλές∙ κι εμείς, χειρότερα από όλους, είχαμε τα Κόμματα. Μια περιοχή που βούλιαζε κάθε χρόνο. Και από κει έπρεπε υποχρεωτικά να περνάμε για να πάμε στο χωριό – μέναμε στην εξοχή, μια ώρα σχεδόν μακριά από το χωριό, το έχουμε ξαναπεί…
Θυμάμαι μια χαρακτηριστική περίπτωση στο μεγάλο ρέμα, στον Γαύρο. Είχε κατεβάσει πολύ νερό με πέτρες και πεσμένα δέντρα. Μας έφερε τους τρεις μας -εγώ ήμουνα δεν ήμουνα 7 χρονών- η μάνα μέχρι εκεί για να πάμε σχολείο. Και περάσαμε πάνω από το πλημμυρισμένο ρέμα σε έναν κορμό δέντρου, σαν τις μαϊμούδες. Και η μάνα από την άλλη πλευρά να κλαίει.
Μια καλοκαιρινή καταιγίδα έφερε το νερό μέσα στο αλώνι και μας πήρε το σιτάρι από τα χέρια, μόλις είχαμε τελειώσει το αλώνισμα. Σε μια μεγάλη επίσης τέτοια καταιγίδα πλημμύρισαν τα ρέματα και μπήκε το νερό στο καλύτερο χωράφι μας, μεταξύ των άλλων, την Πανα(γ)ιά, το γέμισε με μεγάλες πέτρες και κροκάλες και έκανε πάνω από δέκα χρόνια να καθαριστεί, χάνοντας την γονιμότητα του.
Κάθε χρόνο σχεδόν το Αγιατριαδίτικο ποτάμι πλημμύριζε στις λογγιές, τα παραποτάμια ποτιστικά χωράφια, που είχαν καλές παραγωγές σε καλαμπόκια, φασόλια και κηπευτικά. Χαρακτηριστικός είναι ο διάλογος -το λέω καμιά φορά ως αστείο- μεταξύ της γιαγιάς της Νούλας και του παππού Χ(ου)λιαροΛία, όπου ο παππούς ο Ηλίας ήθελε να μεταφέρει την αγωνία του για το συμβάν της πλημμύρας. Τότε βλέποντας η Νούλα το παντελόνι του παππού ανοιχτό μπροστά, του λέει: “Του κουμπάκ’ς Λιάκου μ'”. Ο παππούς ντροπιασμένος και σε σύγχυση συνεχίζει “Πήδ’σι η Λουγγά μεσ’ στου πουτάμ'”, αντί να πει «πήδησε το ποτάμι μέσα στη Λογγά», πλημμύρισε δηλαδή η λογγά.
Κάποιες φορές μετά την πλημμύρα του Αγιατριαδίτη, ο πατέρας πήγαινε και μάζευε ψάρια, πέστροφες κυρίως, που έβγαιναν στις όχθες. Τυχερός δε στάθηκε ένας χωριανός μας, που προσπάθησε να περάσει με το αυτοκίνητο τον φουρτουνιασμένο Αγιατριαδίτη, κάτω από την Αγία Τριάδα. Παρασύρθηκε το αυτοκίνητο, αλλά ευτυχώς σφήνωσε πολύ σύντομα και κρατήθηκε στους κορμούς. Έφτιαξε ακριβώς δίπλα ένα εκκλησάκι σε ανάμνηση.
Μεγάλο ενδιαφέρον είχε η προστασία του δάσους πάνω από το χωριό, το μαξιλάρι, για την αντιπλημμυρική προστασία του χωριού. Δεν επιτρέπονταν η υλοτομία του. Λένε ότι μεγάλη ζημιά έγινε από βούλγαρους δασεργάτες, οι οποίοι, εκεί προς το τέλος του 19ου αιώνα, ήρθαν για να υλοτομήσουν το ελατόδασος, που είναι ψηλότερα. Σέρνοντας τα κούτσουρα για να τα ρίξουν στο Αγιατριαδίτικο ποτάμι -από κει στη Μέγδοβα για να καταλήξουν στον Αχελώο και στο Αιτωλικό- δημιούργησαν κατεβασιές, οι οποίες με το χρόνο μετατράπηκαν σε μεγάλες ρεματιές αριστερά και δεξιά από το χωριό, επικίνδυνες σήμερα.
Στη δεκαετία του ’60 επιδοτούνταν με το μέτρο οι πεζούλες και τα τοιχία, ως έργα ορεινής υδρονομίας συγκράτησης των χωραφιών και των καλλιεργειών, έργα αγροτεχνικά. Ακόμα και σήμερα παίζουν σημαντικό ρόλο στην συγκράτηση της δυναμικής των νερών και των φερτών.
Αυτά και πολλά άλλα θα μπορούσε κανείς να αναφέρει ως εμπειρίες για τον αγώνα με τα στοιχεία της φύσης, και τις αγωνίες, των κατοίκων της ορεινής Ελλάδας. Εμπειρίες μιας άλλης εποχής. Αυτό που δεν έγινε είναι η ανάλογη μεταφορά, αυτής της αντίληψης και της ευαισθησίας, στις αστικές περιοχές και τις πόλεις, στα πεδινότερα, που μετακινήθηκε ο πληθυσμός με την αστυφιλία και την ερήμωση της υπαίθρου.
Στέφανος Σταμέλλος
https://www.facebook.com/stefanos.stamellos/
Πηγή: http://www.e-ecology.gr